βλαστήσει

βλαστήσει
βλάστησις
budding
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βλαστήσεϊ , βλάστησις
budding
fem dat sg (epic)
βλάστησις
budding
fem dat sg (attic ionic)
βλαστάνω
bud
aor subj act 3rd sg (epic)
βλαστάνω
bud
fut ind mid 2nd sg
βλαστάνω
bud
fut ind act 3rd sg
βλαστάω
bring forth
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
βλαστάω
bring forth
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
βλαστάω
bring forth
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • αξεφύτρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη ξεφυτρώσει ή βλαστήσει …   Dictionary of Greek

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… …   Dictionary of Greek

  • εκβλαστάνω — (AM ἐκβλαστάνω) (αμτβ.) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω νεοελλ. βγάζω βλαστούς αρχ. μσν. κάνω να βλαστήσει, να αυξηθεί αρχ. 1. προέρχομαι 2. εξαπλώνω 3. προάγω, προκαλώ 4. αναζωογονώ …   Dictionary of Greek

  • θεόβλαστος — θεόβλαστος, ον (Α) (για καρπό) αυτός που έχει βλαστήσει με τη χάρη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. ά βλαστος, αρτί βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …   Dictionary of Greek

  • μοσχευματικός — μοσχευματικός, ή, όν (Α) [μόσχευμα] πρόσφορος, κατάλληλος στο να βλαστήσει παραφυάδες, μοσχεύματα, αρμόδιος, επιτήδειος για μόσχευση («μοσχευματική ράβδος») …   Dictionary of Greek

  • νεοβλαστής — νεοβλαστής, ές (ΑΜ) (για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα αρχ. μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυ βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • ξεβλαστάνω — ή ξεβλασταίνω (Μ ξεβλαστάνω ή ξεβλασταίνω) (για φυτό) φυτρώνω|| μσν. 1. κάνω κάτι να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (για φυτό) βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βλαστάνω (αόρ. ἐξ εβλάστησα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”