χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
αξεφύτρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη ξεφυτρώσει ή βλαστήσει … Dictionary of Greek
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek
εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
εκβλαστάνω — (AM ἐκβλαστάνω) (αμτβ.) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω νεοελλ. βγάζω βλαστούς αρχ. μσν. κάνω να βλαστήσει, να αυξηθεί αρχ. 1. προέρχομαι 2. εξαπλώνω 3. προάγω, προκαλώ 4. αναζωογονώ … Dictionary of Greek
θεόβλαστος — θεόβλαστος, ον (Α) (για καρπό) αυτός που έχει βλαστήσει με τη χάρη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. ά βλαστος, αρτί βλαστος] … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
μοσχευματικός — μοσχευματικός, ή, όν (Α) [μόσχευμα] πρόσφορος, κατάλληλος στο να βλαστήσει παραφυάδες, μοσχεύματα, αρμόδιος, επιτήδειος για μόσχευση («μοσχευματική ράβδος») … Dictionary of Greek
νεοβλαστής — νεοβλαστής, ές (ΑΜ) (για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα αρχ. μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
ξεβλαστάνω — ή ξεβλασταίνω (Μ ξεβλαστάνω ή ξεβλασταίνω) (για φυτό) φυτρώνω|| μσν. 1. κάνω κάτι να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (για φυτό) βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βλαστάνω (αόρ. ἐξ εβλάστησα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek